- σίντο
- το, Νο σιντοϊσμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπων. shintō «οδός τών θεών»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
σιντοϊσμός — Εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας πολυθεϊστικού τύπου: η λατρεία αποδίνεται όχι μόνο στις καθαυτό θεότητες μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Αματερασού, η θεά του Ήλιου που κατέχει την πρώτη θέση στο πάνθεον αλλά και στους προγόνους και στα πνεύματα,… … Dictionary of Greek
βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… … Dictionary of Greek
ψευδάργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Zn· ανήκει στη δεύτερη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 30, ατομικό βάρος 65,37 και δεκατρία ισότοπα, από τα οποία πέντε είναι σταθερά. Δεν βρίσκεται ελεύθερος στη… … Dictionary of Greek